Μ μπροστάρης (ο) Από cretanlexiko - 2 Ιουνίου, 2016 0 23 ο πηγαίνων μπροστά, εκείνος που έχει την πυγμή να μπει μπροστά στη μάχη, αρχηγός, υπεύθυνος