Α ατζηρίτι (το) Από cretanlexiko - 2 Ιουνίου, 2016 0 46 ιδέ αγλάκιο. επίρ ατζιρητιχτί = τρέχοντας. Συνήθης φράση: Ισα με να ιδώ τον αμπελικό να με σγώνει, πιάνω και εγώ και το ρίχνω στ΄ατζιρίτι και γίνηκα καπνός! Πού να με πιάσει!