Α ατσέτο (το) Από cretanlexiko - 2 Ιουνίου, 2016 0 12 η ενθάρρυνση, κουράγιο. Συνήθης φράση: Κάνε του ατσέτο να φάει γιατί θαρρώ πως ντρέπεται