Α ασκέρι (το) Από cretanlexiko - 25 Ιουνίου, 2016 0 74 τουρκ. ο στρατός, ομάδα, παρέα, το σόι, η οικογένεια. Συνήθης φράση: Καλησπέρα σύντεκνε! Ήντα κάνει το ασκέρι; (οικογένεια)