Α αρούβαλος, ανερούβαλος -η -ο Από cretanlexiko - 25 Ιουνίου, 2016 0 92 ο άτσαλος ο μη ταχτικός, ασυμπάθιστος, απρόσεχτος. Συνήθης φράση: Ανεμάζωξε σε ένα τόπο τα βιβλία σου και τα τετράδια σου, κρέμασε τα ρούχα σου στη ντουλάπα, βάλε μια τάξη στα πράματα σου, μην είσαι αρούβαλος