Α αρμαθιά, αρματιά (η) Από cretanlexiko - 25 Ιουνίου, 2016 0 24 η πλεξούδα, σύνολο τροφίμων σε μάτσο, ή περασμένα σε κλωστή. Πχ. με τρύπημα με βελόνες στα ξηρά σύκα και πέρασμα με κλωστή, ή κάνοντας μάτσα τα κρεμμύδια που ξεπατώσαμε και κάπου τα κρεμάμε, όλα αυτά τα λέμε αρμαθιές