Α αργούλιδας (ο) Από cretanlexiko - 25 Ιουνίου, 2016 0 1 νεαρή αγριελιά που ξεπατώθηκε από άγονα μέρη με σκοπό να εμφυτευθεί σε καλλιεργήσιμο έδαφος, αφού έχουν αφαιρεθεί όλα τα κλαριά και οι ρίζες