Α απόπλυμα (το) ( πλυθ. τα αποπλύματα) Από cretanlexiko - 26 Ιουνίου, 2016 0 52 το νερό με λάδια που ξεπλένουν τα πιάτα και κατσαρολικά, ή νερό ανακατεμένο με αλεύρι, τροφή για γουρούνια ή κότες