Α αποκόβγω, ποκόβγω, αποκόφτω Από cretanlexiko - 26 Ιουνίου, 2016 0 24 Α. σταματώ το γάλα στα νεογέννητα, σακάζω. Β. καθορίζω την τιμή αγοράς, για να πουλήσω ζώα η κτήματα