Α αντιστοιβάσσω Από Lexiko - 21 Σεπτεμβρίου, 2016 0 20 αντιχτυπώ, σείομαι τραντάζομαι δυνατά, ανεβοκατεβαίνω, δονούμαι. Συνήθης φράση: Ηπεσε μου το δοκάρι απ’ τα χέρια και αντιστοιβάσσει χάμε και μου χτυπά η άκρα του στο κούτελο