Α αντισκάρι (το) Από Lexiko - 21 Σεπτεμβρίου, 2016 0 27 αντίσταση, υπομόχλιο, μποντέλο αλλά και εμπόδιο. Συνήθης φράση: Επλακώσανε δυο τρείς Τούρκοι, μα ο παππάς ήβαλε το μπέτη του αντισκάρι και δεν αφήκε κιανένα να μπει μέσα στην εκκλησία