Α αντικριστός -η -ο Από Lexiko - 21 Σεπτεμβρίου, 2016 0 5 το κρέας που είναι ψημένο σε όρθια θέση απέναντι από τη φωτιά. Ο χορός ο αντικριστός που χορεύει ο ένας απέναντι στον άλλο