Α ανασούμπαλος, ατσούμπαλος, ανατσούμπαλος -η -ο Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 22 ο ακατάστατος, ο ανοργάνωτος, ιδιότροπος, άταχτος, ατημέλητος, κακοντυμένος, ούτε τρελός ούτε λογικός