Α αναχούρδα, χούρδα (η) Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 47 ξεμαλλιασμένη, χούρδα όρθα = κότα με φουσκωτά άταχτα φτερά. Συνήθης φράση: Πώς ήκαμες ετσά ανάχουρδα τα μαλλιά σου σα τση χούρδας όρνιθας;