Ζ ζαρουκλιασμένος -η -ο Από cretanlexiko - 12 Ιουνίου, 2016 0 24 ζαρωμένος. Συνήθης φράση: Ε καλά, άμα τον ε ιδείς, αγνώριστος, πομαυρισμένος, ζαρουκλιασμένος, λες και είναι διακοσώ χρονώ!