Β βρομώ, βρομέζω Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 25 βγάζω άσχημη μυρωδιά, βρομίζω. Συνήθης φράση: Βάλε το φαί στο ψυγείο το βράδυ να μη βρωμέσει