Β βρίχνομαι Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 41 παρευρίσκομαι, συμπαραστέκομαι στην ανάγκη κάποιου, υπάρχω καλού κακού. Συνήθεις φράσεις: Εσύ έχεις τη κόρη σου και σου βρίχνεται στα δύσκολα (συμπαραστέκεται). Ή: Αγόρασε και συ μια ομπρέλα να σου βρίχνεται