Β βγιάση, βιάση (η) Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 33 βιασύνη, σπουδή. Συνήθης φράση: Ε δεν είναι δά βγιάση να φύγετε άρον άρον και να μη σας ε κεράσωμε κάτι τι