Τ τσιτώ, τσιτώνω -μαι Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 42 τρυπώ -μαι με τσίτα, καρφώνω ή μου καρφώνει κάτι μυτερό όπως βελόνα, αγκάθι κλπ