Τ τσάχαλος, τσάλαχος, τσάρχαλος (ο), σάλαγο (το) Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 72 χαμηλός ή ανεπαίσθητος θόρυβος, θόρυβος πολύς ασθενής, ο απαλός θόρυβος από κλαριά δένδρου όταν κουνιόνται, η όταν κάποιος περπατάει κλπ. Συνήθης φράση: Ήκουσες ένα τσάλαχο; Ήντα νά ‘τανε άραγε;