Τ τραβάγια (η) Από Lexiko - 16 Οκτωβρίου, 2016 0 47 φασαρία, ενόχληση με τη φωνή, επίπληξη. Συνήθης φράση: Μη κάνετε τραβάγια γιατί κοιμάται ο πατέρας σας