Θ θρινάκι (το) Από cretanlexiko - 31 Μαΐου, 2016 0 255 ειδικό ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνα με μακρύ χέρι για το λίχνισμα των σιτηρών και οσπρίων στο αλώνι, λιχνιστήρι