Θ θεοτικός -η -ο Από cretanlexiko - 31 Μαΐου, 2016 0 41 ο από το θεό προερχόμενος, ορθός, σωστός, κατάλληλος, καλοφτιαγμένος. Συνήθεις φράσεις: Ε καλά, ένας θεοτικός καφετζής δεν υπάρχει στο χωργιό σας να κάνει καλό καφέ; Ή: Έτονα το κατσουμάντερο δε μου φαίνεται πολλά θεοτικό