Θ θάρρη, θάρρητα (τα) Από cretanlexiko - 31 Μαΐου, 2016 0 34 οι ελπίδες. Συνήθης φράση: Εγώ έχω τα θάρρη μου στη Παναγία να γενεί καλά το κοπέλι