Θ θανατάς (0), θανατικό (το) Από cretanlexiko - Μάιος 31, 2016 0 27 θάνατος, πεθαμός. Συνήθης φράση: Επλάκωσε θανατάς στη περιοχή και δε προλαβαίνει ο παπάς να θάφτει