Σ σύθρηνος (ο) Από Lexiko - 17 Νοεμβρίου, 2016 0 91 θρήνος πολλών, η ομαδική φασαρία. Συνήθης φράση: Εντακάρανε και τζιτζιρίζανε ούλοι οι τζιτζίκοι πάνω στα δεντρά και βγάνανε σύθρηνο