Σ στρουφίζω Από Lexiko - 17 Νοεμβρίου, 2016 0 67 στρίβω, στρέφω, στρίβω με τα δάχτυλα, στριφογυρίζω, στρίβω και αλλάζω τις ιδέες μου. Συνήθης φράση: Καί καθισμένος ο γέρο καπετάνιος στη καρέκλα, με το ‘να χέρι έπαιζε το κομπολόι, και με τ΄ άλλο εστρούφιζε τη μουστάκα ντου