Σ σταλίκι, σύνορο (το) Από Lexiko - 28 Δεκεμβρίου, 2016 0 58 σύνορο χωραφιών, σημάδι που σηματοδοτεί τα όρια στο χωράφι, κυρίως πέτρα ή σίδερο καρφωμένο στη γη όπου ορίζει τα όρια