Σ σουβλόριζα (η) Από Lexiko - 22 Ιανουαρίου, 2017 0 47 το σουβλί, μια πολύ χονδρή βελόνα που έχει ένα ξύλινο (συνήθως αυτοσχέδιο) χερούλι, εργαλείο των τσαγκάρηδων το οποίο ήταν σουβλί και βελόνα μαζί, με αυτό τρυπούσαν τα δέρματα των παπουτσιών και τα έρραβαν. Μτφ. στενός δρόμος