Σ σκινοπόδι, ασκινοπόδι, αχινοπόδι, χινοπόδι (το) Από Lexiko - 5 Φεβρουαρίου, 2017 0 96 αγκαθωτός θάμνος πυκνός σαν αφάνα με κίτρινα λουλούδια την άνοιξη, αλλά και βασική καύσιμη ύλη στα χωριά