Ρ ρουβάσσω, περουβάσσω, πορουβάσσω Από cretanlexiko - 6 Ιουλίου, 2016 0 116 ορμώ σε ξένη ιδιοκτησία κάνοντας ζημιά ή κλέβω. Συνήθεις φράσεις: Ερούβαξε το κοπέλι στα απίδια και δεν άφησε ένα! Η: Εμπήκε η αίγα μας στο κήπο με τα λάχανα και επορουβάξανέ τα