Ρ ρασίδι, ρασιδάκι (το) Από Lexiko - Ιούλιος 6, 2016 0 33 πανωφόρι μάλλινο συνήθως από τρίχα κατσίκας, παλιό ρούχο σαν πουκαμίσα από μαλλί προβάτου υφασμένο στον αργαλειό