ψ ψακί ή ψακή, ψακωτικό (το) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 15 δηλητήριο, οτιδήποτε δηλητηριάζει, μτφ.ψακί = στυφνός , κακόψυχος άνθρωπος. Συνήθης φράση: Είναι αυτή ένα ψακί, ο θιός να σε ξεμιστεύγει