Ν ντουζένι (το) Από Lexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 31 όρεξη, κέφι στη διασκέδαση. Συνήθης φράση: Εβγήκε στα ντουζένια ντου και ήπαιξε και δυο μπαλωθιές