Ν ντελιασμένος -η -ο Από Lexiko - 25 Σεπτεμβρίου, 2016 0 33 εξοργισμένος, θυμωμένος από κάποια στέρηση όπως νερού φαγητού, ερωτικής διάθεσης ζώων κλπ. Συνήθεις φράσεις: Άμε να ποτίσεις τα έχνη, γιατί είναι ντελιασμένα από τη δίψα. Ή: Να πας αργά την αίγα στο τράγο, γιατί είναι ντελιασμένη η κακομοίρα