Λ λινόξυλο (το) Από cretanlexiko - 16 Ιουνίου, 2016 0 48 το σκληρό μέρος του λιναριού. Εύφλεκτο, ιδανικό για προσάναμμα. Συνήθης φράση: Απού δεί λινόξυλα, εκειά βάνει τ’ απύρι. Η φράση θέλει να πει για την κακία μερικών να βάζουν σπόντες σε ανθρώπους που ήδη έχουν τα προβλήματα τους