Λ λεβεδιά (η) Από cretanlexiko - 19 Ιουνίου, 2016 0 32 λεβεντιά, ανδρεία, νεότης, μια χαρά. Συνήθης φράση: Α. Ε και μείς οφέτος περνούμε λεβεδιά. Β. Μ΄αρέσει αυτός ο άθρωπος γιατί είναι λεβεδιά!