Κ κουντούρα (η) Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 50 η τελευταία θέση του χορού, ο τελευταίος χορευτής. Συνήθης φράση: Ε όι δα και ολημερνίς να χορεύγω στη κουντούρα