Κ κουνουστεμένος (ο) Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 55 εκείνος που έχει ομάδα υποστήριξης, εκείνος που έχει κάνει σύμπραξη. Συνήθης φράση μια στροφή από το ποίημα του Λεράτο. (Ο Καμαργιανός λέει στον Δερβίς Αγά σχετικά με το Λεράτο): Μα το Θεό Δερβίς Αγα, καλά ν ‘αρματωμένος, μα μόνο με Βο