Κ κουλουκοπεινασμένος -η -ο Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 18 ο έχων μεγάλη πείνα, και τρώει λαίμαργα όπως ένα πεινασμένο αδέσποτο σκυλί. Συνήθης φράση: Και ήρθε ο κακομοίρης απ’ όξω κουλουκοπεινασμένος, και ήφαε τρία πιάτα φαί