Κ κοπρόλακκος (ο) Από cretanlexiko - 22 Ιουνίου, 2016 0 93 ο λάκκος που ανοίγεται για να μπει φρέσκια κοπριά, και να σκεπαστεί για να χωνέψει με τον καιρό, και να γίνει χωνεμένη, και να μην καίει τα φυτά