Κ κολιακούδα, καλιακούδα (η) Από cretanlexiko - 24 Ιουνίου, 2016 0 10 είδος μαύρης ιέρακος. Συνήθης φράση: Αυτός είναι μαύρος, μαύρος σα τη καλιακούδα