Κ κοφινίδα (η) Από cretanlexiko - 15 Ιουνίου, 2016 0 68 ξύλινο ανεστραμμένο πυραμοειδές εξάρτημα του ανεμόμυλου, όπου εκεί έριχναν τον καρπό της άλεσης. Σε κάποια μέρη κοφινίδα είναι η πρώτη χειμωνιάτικη βροχή. Συνήθης φράση: Το καλύτερο σύκο το τρώει η κοφινίδα