Γ γρόμπος (ο) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 63 εξόγκωμα, σκληρό σημείο του σώματος, λίπωμα. Συνήθης φράση: Ήδωκα μια κουτουλιά στην ελιά και ήκαμε ένα γρόμπο η κεφαλή μου σα τ΄αυγό