Γ γκρίζω, αγκρίζω Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 211 Α. Ερεθίζω, πειράζω και κάνω να κλαίει, κυρίως ένα μικρό παιδί Β. Ο ερεθισμένος ερωτικά τράγος ή κριός που είναι έτοιμος να εκπληρώσει την αναπαραγωγή, λέμε ότι είναι αγκρισμένος