Γ γκιλότα, κιλότα (η) Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 51 κρητική βράκα, στολή κρητικής φορεσιάς η οποία ήταν φαρδιά στους γοφούς και στένευε από τα γόνατα και κάτω. (Η φορεσιά αυτή καταργήθηκε περί το 1970 – 1975)