Γ γαϊτάνι (το) Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 9 πλεχτό κορδόνι, συνήθως πλεγμένο με τρεις μεταξωτές κλωστές. (Λέξη αγαπημένη στους ποιητές και που αρέσκονται να την χρησιμοποιούν σαν πρώτο συνθετικό, γαιτανόφρυδη, γαιτανοπλεμένη κλπ