Γ γαμπαδιασμένος -η -ο Από cretanlexiko - Ιούνιος 8, 2016 0 25 κατσιασμένος, καχεκτικός, υποανάπτυκτος κυρίως λόγω ψύχους. Συνήθης φράση: Από τσι παγωνιές εγαμπαδιάσανε τα μαρουλάκια και ετσα απού τα βάλαμε επομείνανε