Ε εξά, αξά (αρχ. Εξάζω, εξουσιάζω) Από cretanlexiko - 29 Μαΐου, 2016 0 64 ησυχία, ανεξαρτησία εξουσία, δύναμη. Συνήθης φράση: Εμά! δεν έχω μπλιό την αξά μου μηδέ να περνώ από το χωράφι μου;