άρχισα (ιταλ. attacore = αρχίζω) Συνήθης φράση: Εντάκαρά τονε στό ξύλο και του κώλου ισα με και ηστενε τα μάτι του νερό. (τον έδειρα) Ή: Εντάκαρε και βρέχει μόνο αντέστε να πα φύγομε (άρχισε). Ή: Εντάκαρά τονε για το χωράφι μπας και του το πουλήσω μα δε τον ε συβάζω (Του έκανα κουβέντα)